- πλεονεξία
- ἡ πλεονεξία (πλέον + ἔχω) ['≃ лихоимство'] желание иметь больше, корыстолюбие
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
πλεονεξία — πλεονεξίᾱ , πλεονεξία greediness fem nom/voc/acc dual πλεονεξίᾱ , πλεονεξία greediness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεξία — η, ΝΜΑ [πλεονεκτώ] η ιδιότητα τού πλεονέκτη, η τάση να αποκτήσει κανείς κάτι που δεν τό δικαιούται (α. «πάντων δ αὐτῶν αἴτιον ἀρχὴ ἡ διὰ πλεονεξίαν καὶ φιλοτιμίαν», Θουκ. β. «ὁρᾱτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας», ΚΔ) μσν. αρχ. 1. κέρδος,… … Dictionary of Greek
πλεονεξίᾳ — πλεονεξίαι , πλεονεξία greediness fem nom/voc pl πλεονεξίᾱͅ , πλεονεξία greediness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεξία — η το γνώρισμα του πλεονέκτη, απληστία, φιλαργυρία, ταμάχι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλεονεξίας — πλεονεξίᾱς , πλεονεξία greediness fem acc pl πλεονεξίᾱς , πλεονεξία greediness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεξίαι — πλεονεξία greediness fem nom/voc pl πλεονεξίᾱͅ , πλεονεξία greediness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεξίαν — πλεονεξίᾱν , πλεονεξία greediness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεξιῶν — πλεονεξία greediness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεξίαις — πλεονεξία greediness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεξίη — πλεονεξία greediness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεξίην — πλεονεξία greediness fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)